- χρυσόπλοκος
- χρυσόπλοκος ?1 with golden tresses χ]άριν [ἀμ]φέπων χρυ[σο]π[ (supp. Lobel: χρυ[σο]π[λοκοις] (Μοίσαις) supp. Snell, negante Lobel) fr. 215b. 8.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χρυσόπλοκος — ον, ΜΑ, και χρυσεόπλοκος Α χρυσόπλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο / χρυσ(ο) * + πλοκός (< πλέκω), πρβλ. σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek
χρυσόπλοκον — χρῡσόπλοκον , χρυσόπλοκος masc/fem acc sg χρῡσόπλοκον , χρυσόπλοκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσεόπλοκος — ον, Α βλ. χρυσόπλοκος … Dictionary of Greek
χρυσοπλοκωτάτη — χρῡσοπλοκωτάτη , χρυσόπλοκος fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοπλοκώτατε — χρῡσοπλοκώτατε , χρυσόπλοκος masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοπλόκοις — χρῡσοπλόκοις , χρυσόπλοκος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)